Sunday, June 20, 2010

Antarsia

Σηκώνω το χέρι μου και πυρπολώ. Σπίτια καμμένα κατεστραμμένα, ανθρώπινα αποκαΐδια ανεμίζουν πάνω από την πόλη. Σκυλιά γαυγίζουν και δαγκώνουν το ένα το άλλο. Ανθρώπινα σώματα λιώνουν στους δρόμους και η μυρωδιά της καμμένης σάρκας γεμίζει κάθε ζωντανό ρουθούνι. Παιδιά κλαίνε και ψάχνουν απεγνωσμένα για βοήθεια. Γυναίκες ακρωτηριασμένες, γυναίκες μόνες αναμαλλιασμένες  ψάχνουν στα συντρίμια την οικογένειά τους. Κλαίνε και φωνάζουν. Εκλιπαρούν το Θεό. Εγώ συνεχίζω να πυρπολώ ασταμάτητα για μέρες, βδομάδες, μήνες. Όλη η πόλη κατακαίγεται και καταστρέφεται. Εγώ συνεχίζω μέχρι να μη μείνει τίποτα όρθιο. 
Η ανθρώπινη λαιμαργία καταβροχθίζει και ξεσκίζει τα πάντα. Η κοιλιά έχει πολλές δίπλες. Τα χέρια κρατούν μαχαιροπήρουνα και είναι πάντα έτοιμα να ξεκοκαλίσουν κάθε ανθρώπινη ψυχή και να την πετάξουν στο αδηφάγο στομάχι. Τα περιττώματα στοιβάζονται σε μια γωνιά και η μπόχα πνίγει το επόμενο μεγάλο φαγοπότι. Το μενού είναι ατελείωτο. Ιράκ, Αφγανιστάν, Γιουγκοσλαβία, Ανατολικό Τιμόρ, Κύπρος, Βιετνάμ, Καμπότζη, Αφρική, Αμερική, Ασία, Ευρώπη, Ωκεανία.
Πατρίδες θνητές, αξιοθρήνητες παμφάγες.
 Όσα ελπίζω έχουν πεθάνει εδώ και καιρό. Όσα προσδοκώ μοιάζουν με όνειρο. Τι μου απομένει; Μια ευκαιρία!

Saturday, June 5, 2010

Σπέρματα

Προετοιμαζόμουν εδώ και μερικά χρόνια για τη Μεγάλη Έξοδο, την ηρωική. Αφού τελείωσα το στρατό πήρα τη μοναδική απόφαση, τη γενναία. Να σπάσω τον αποκλεισμό και να πέσω με όλη μου την ορμή πάνω στη βάρβαρη και άπιστη γνώση. Μία ηλεκτρονική αίτηση, ένα αεροπορικό εισιτήριο, μερικές χιλιάδες ευρώ και φουλ τα γκάζια για Αγγλία. Το πανεπιστήμιο από τα καλά, απ’ εκείνα που έχουν κάνει τις σπουδές επιστήμη. Μαθήματα μετρημένα στα δάχτυλα, διδασκαλία μεθοδική, υλικές παροχές πλούσιες, αποτέλεσμα προκαθορισμένο. Πτυχίο στο συρτάρι, βαθμός ηρωικός, θάνατος βέβαιος. Επιστροφή στην Αθήνα. Νεκρός, με τη σημαία του ηρωικού μας  Έθνους πάνω στο άδειο φέρετρό μου. Δουλειά στο Φανάρι της πληρωμένης γνώσης. Εξυπηρετώ καθημερινά καμιά εκατοστή πελάτες στο επίκεντρο των άναρχων ξεσπασμάτων. Ξεφυλλίζω σελίδες βιβλίων, μετράω νούμερα και παρατηρώ γύρω μου με τρόμο τις σκιές που καμιά φορά τυχαίνουν να περάσουν από δίπλα μου. Μαύρες ως είναι έχουν μια καταπονημένη, μεταλλική ελευθερία κρεμασμένη με θράσος στο πέτο της βρωμιάς τους. Όχι, αρνούμαι να πληρώσω το θάνατό τους. Τους ορίζω ως ήρωες συμμαχητές μου και γι’ αυτό δεν τους μιλώ παρά μονάχα τους υμνώ.
Κάθε ημέρα παίρνω τον ίδιο δρόμο, το ίδιο τρένο, κατεβαίνω στην ίδια στάση, περπατώ στο ίδιο πεζοδρόμιο, συναντώ τους ίδιους ανθρώπους, πληρώνομαι τα ίδια χρήματα. Μηχανικά και προκαθορισμένα ζω το θάνατό μου. Σάμπως και εάν έπαιρνα διαφορετικό δρόμο, άλλο τρένο, περπατούσα σε διαφορετικό πεζοδρόμιο, συναντούσα ξένους ανθρώπους και πληρωνόμουν σε διαφορετικό νόμισμα, δεν θα συναντούσα μηχανικά και προκαθορισμένα το θάνατό μου;
Κι έτσι μέσα σ’ αυτές τις σκέψεις παρατώ τη δουλειά μου και αρπάζω τις πρώτες θερμές αχτίνες του ήλιου και φεύγω με ελπίδα το πλοίο για το νησί των τουριστών κάθε φυλής και κάθε ευρώ. Φορώντας ένα λευκό πουκάμισο αντί για χαμόγελο βρίσκομαι στο λιμάνι με τον πέτρινο μήλο. Εξυπηρετώ πλέον την αφρόκρεμα της ασημαντότητας, από κοιλαράδες με ρέψιμη φάτσα  μέχρι αρλεκίνους Βασιλιάδων. Εκεί η αλήθεια είναι ότι δε βλέπω σκιές τόσο συχνά. Μονάχα που προσπαθώ κι εγώ να συντονιστώ μ’ αυτήν την ευφορία κι έτσι χαμογελώ με κάθε ευκαιρία. Καλημέρα, χαμογελώ. Καλησπέρα, χαμογελώ. Καληνύχτα, χαμογελώ. Ερώτηση, χαμογελώ. Άρνηση, χαμογελώ. Παρατήρηση, χαμογελώ. Ήταν οι πιο χαμογελαστές μου ημέρες.   
Μέσα σ’ αυτήν την ευφορία ξαφνικά εμφανίζεται εμπρός μου μία μορφή σκιερή, αλλά η σκιά της δεν ήταν σαν τις άλλες. Αντί μαύρη ήταν χρυσή. Αντί να έχει στο πέτο της κρεμασμένη την ελευθερία, είχε κρεμάσει ένα τόξο κι ένα βέλος. Το κοιτούσα για πολλή ώρα. Επεξεργαζόμουν τις συμπτώσεις καθώς δεν ήταν η πρώτη φορά που τη συναντούσα. Όλα είχαν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Αφορμή ήταν μία ιδέα που έγινε πράξη και που έμελλε να δημιουργήσει τις συνθήκες της συνάντησης. Το μόνο που χρειάστηκε για να δέσει η  όλη εικόνα ανεξίτηλα στο μυαλό μου, πιστέψτε με, ήταν ένα τσιγάρο. Και δεύτερη συνάντηση υπήρξε, έτσι τυχαία όπως τυχαία γίνονται τα σημαντικότερα των πραγμάτων. Και τώρα ήταν η τρίτη μας συνάντηση. Λοιπόν σας διαβεβαιώνω ότι έκανα ότι περνούσε από την ψυχή μου ώστε ν’ αγνοήσω αυτήν τη χρυσή σκιά. Όμως καθώς περνούσαν οι μέρες άρχισα όλο και να δίνω μορφή στη χρυσή σκιά. Πρώτα-πρώτα  έφερα όλο το χρυσάφι του κόσμου και μ' αυτό σχημάτισα τα χρυσά μαλλιά της. Κατόπιν έφερα χάμω στη γη τον ουρανό και με βία τον έβαλα όλον στα μάτια της. Έτσι να αντικρίζεις το απέραντο κατάματα. Καθώς συνέχισαν να περνούν οι μέρες η χρυσή σκιά είχε πάρει πλέον μορφή, μορφή άυλη. Ο έρωτας άρχισε να ξεριζώνει την ψυχή μου που ήθελε να πάει στη χρυσή σκιά και να της δώσει υπόσταση, να της δώσει ζωή. Δεν ξέρω τελικά αν τα κατάφερε… Χάθηκε έτσι ξαφνικά όπως εμφανίστηκε στην είσοδο της Βαβυλώνας. Δεν θέλησε το βέβαιο, δεν θέλησε και το αβέβαιο. Εικόνα ονειρική που σιγά-σιγά πλησιάζει το τέλος και ξυπνάς με ξεραμένο το στόμα και τα μάτια σα να κοιμόσουν για πολλές ώρες κι έτσι άκεφος γυρίζεις πλευρό και παίρνεις την απόφαση να σηκωθείς και να αδειάσεις όλες σου τις αναμνήσεις στη λεκάνη των ακαθαρσιών σου. Και εάν δεν ήταν ένα απλό νυχτερινό όνειρο αλλά μία ανάμνηση ζωντανή;   Και εάν δεν ήταν μία ανάμνηση αλλά ένα γράμμα που ποτέ δε διαβάστηκε απ’ τον παραλήπτη;

  
Αγαπημένη,
Λαμπερή στον κατάμαυρο ουρανό αστροβολάς. Γαντζώνεις και μπήγεις τα νύχια σου στο δέρμα της ψυχής μου.  Ματώνω και ματώνω. Το αίμα μου επουλώνει τις πληγές σου. Συνεχίζουμε και οι δύο τραυματισμένοι. Εσύ για άλλους λόγους. Και οι δύο πληγωμένοι. Πιανόμαστε τώρα από σώματα άλλων, γαντζώνουμε τα νύχια μας σε άλλους. Σε πίστεψα τόσο βαθιά που σε πήρα μέσα μου μια για πάντα. Δίχως σε αδειανός. Δίχως σε για πάντα πληγωμένος. Πάρε με, πάρε με μαζί σου και γκρέμισέ με. Γκρέμισε καθετί ψεύτικο μέσα μου, άοπλος μπρος σου, γυμνός κατασπάραξέμε. Εχθροί ή εραστές; Εχθροί και Εραστές… Εχθροί σε καιρό ειρήνης και εραστές δίχως έρωτα. Αντί εγώ, εσύ! Κι εσύ απουσιάζεις. Κι εσύ αυτή, μιαν ανάμνηση, ένα γράμμα κλειστό!

Κάθε λέξη κι ένα δάκρυ.
Κάθε δάκρυ κι ένα σ’ αγαπώ.
Κάθε σ’ αγαπώ κι ένα πρόσωπο.
Κάθε πρόσωπο κι ένα όνομα.
Κάθε όνομα Εσύ, χρυσή σκιά μου.