Sunday, April 17, 2011

Βλέπε, Άκου, Σιώπα

1
Ημέρα Τρίτη, με αρκετή βροχή, στις αρχές του φθινοπώρου, ένας νεαρός άντρας, γυμνός με χείλη πρησμένα, άνοιξε το στόμα του και είπε την τελευταία του λέξη:
-Αθώος…!
Τρεις και δέκα το μεσημέρι στην οδό Ευκλείδου 18 τρία περιπολικά της Άμεσης Δράσης κάνουν την εμφάνισή τους. Οι σειρήνες των περιπολικών και οι κραυγές από το δεύτερο όροφο της πολυκατοικίας ξυπνούν την γειτονιά.
-Αυτοκτονία… σίγουρα Νίκο. Ο αυτόχειρας έχει αφήσει και σημείωμα:
Χορεύω τη νύχτα και πεθαίνω την ημέρα… Δε μου απομένει τίποτα, εκτός της μουσικής. Και τι να την κάνω τη μουσική τη μέρα; Συγνώμη.
Το σημείωμα δεν αφήνει καμία αμφιβολία.
- Και οι δύο πάστες στο ψυγείο; Και η ερωμένη που φωνάζει ότι θα παντρευόντουσαν το καλοκαίρι;
- Καλά από υποσχέσεις… εδώ έχουμε σημείωμα! “πεθαίνω την ημέρα”, όπου και πέθανε… μεσημέρι… “Συγνώμη” για τους δικούς του… Και δεν έχουμε άλλα αποτυπώματα στο διαμέρισμα παρά μόνον τα δικά του! Μόνο 203 ευρώ στην τράπεζα και ένα σπίτι υποθηκευμένο στις τράπεζες… και άνεργος από τον προηγούμενο μήνα… και με το κωλομνημόνιο μέχρι νεοτέρας… Θέλεις και άλλα στοιχεία;
-Μόνο τα δικά του αποτυπώματα; Αφού είχε γκόμενα ο τύπος ρε Βαγγέλη… πού την πήδαγε;
-Αυτό είναι το θέμα μας; Πού την πήδαγε ρε Νίκο; Σε γαμοτέλ… ξέρω’γω.  Ο τύπος έκοψε τις φλέβες του και αυτοκτόνησε κι εσύ μου λες για την γκόμενα. Δε λέω έχεις ένα δίκιο… και εάν δεν την πήδαγε; αλλά αυτό δεν αφορά εμάς πλέον. Η υπόθεση έκλεισε. Αυτοκτονία! Άντε γιατί πείνασα. Σουβλάκι ή πίτσα;  
Καθώς πλησίαζα είδα στην είσοδο της πολυκατοικίας πολύ κόσμο μαζεμένο. Προσπέρασα. Δύο άντρες γύρω στα σαράντα, βιαστικοί με βλέμματα ψυχρά κατέβαιναν τις σκάλες και το μόνο που πήρε τ’ αυτί μου ήταν ένα ‘χωρίς τζατζίκι ρε μαλάκα!’. Μου φάνηκαν γνώριμες φιγούρες.  Έβγαλα τη φωτογραφική. Τράβηξα την είσοδο της πολυκατοικίας και τους δύο τύπους στην έξοδο. Προχώρησα. Άνοιξα την πόρτα του διαμερίσματος. Μπήκα στο μπάνιο. Τράβηξα το σεντόνι στην μπανιέρα. Αίματα, δύο χέρια κόκκινα, ξυραφάκι στο πάτωμα, γυμνός άντρας. Ανατρίχιασα, όχι πως ήμουν φοβητσιάρης, αλλά κάθε φορά που έβλεπα ένα νεκρό σώμα ένα ρίγος διέτρεχε το σώμα μου. Μύρισα λιβάνι, παραπάτησα. Έβγαλα το μπλοκάκι μου και σημείωσα την ώρα τέσσερις και τέταρτο μμ. Τράβηξα τη μηχανή και πάτησα 10 κλικ. Αυτοκτονία. Διάβασα το σημείωμα:
Χορεύω τη νύχτα και πεθαίνω την ημέρα… Δε μου απομένει τίποτα, εκτός της μουσικής. Και την να την κάνω τη μουσική τη μέρα; Συγνώμη.
Μίλησα με τον διαχειριστή:
-          Ήσυχο παιδί ο Αντρέας. Ποτέ δεν τον ακούσαμε. Λες και δεν έμενε εδώ. Πάντοτε ευγενικός και μ’ ένα χαμόγελο. Τι να σου πω… πολύ στεναχωρηθήκαμε.
-          Ερχόταν κάποιος άλλος στο διαμέρισμά του;
-          Λένε ότι είχε μια φιλενάδα… εγώ δεν την είδα ποτέ πριν. Εάν δεν την έβλεπα σήμερα θα νόμιζα ότι ήταν πουσ… ε, μόνος ήθελα να πω.
-          Καλά. Γονείς, συγγενείς;
-          Μπα, δεν γνώρισα κανέναν άλλον… Μόνο τα κοινόχρηστα μου έφερνε και τίποτα περισσότερο. Θα με συγχωρέσεις πρέπει να πάω να φάω… βλέπεις παράτησα τη φακή στη μέση… μήπως θέλεις ένα πιάτο;
-          Σ’ ευχαριστώ είμαι σαρκοφάγος. Άλλα πέντε κλικ και το ρεπορτάζ ήταν έτοιμο: ‘Αυτοκτόνησε άνεργος στον Κολωνό’ να βάλω ‘μετά μουσικής’ ή μήπως είναι ειρωνικό; Καθώς έβγαινα από τη πολυκατοικία άκουσα μια γυναικεία φωνή να ψιθυρίζει … ‘τον φάγανε σου λέω…’ Επιτάχυνα το βήμα μου προς την κατεύθυνση του ψιθύρου, σιγή.
-          Μιλήσατε;
Μία νεαρή γυναίκα γύρω στα 25, φορώντας μία μαύρη ζακέτα και κρατώντας στα χέρια της ένα χοντρό βιβλίο, έχοντας πιάσει τα μαλλιά της κότσο αποκρίθηκε:
-          Τον φάγανε σου λέω!
-          Ποιοι τον φάγανε;
-          Είχε πάρε δώσε με μπάτσους την προηγούμενη μέρα.
-          Ο αυτόχειρας;
-          Δεν με ακούς; Σου λέω τον φάγανε.
Παρόλο που οι σταγόνες της βροχής είχαν κάνει μούσκεμα το πρόσωπό της διέκρινα δύο μάτια κόκκινα και ίχνη δακρύων. Η φωνή της έβγαινε δύσκολα και κάποιες λέξεις τις έλεγε μουρμουρίζοντας.
-          Το όνομά σου;
-          Άστο… δεν έχει σημασία.
-          Για ποιο λόγο τον φάγανε; Ρώτησα μ’ ένα δισταγμό.
-          Δεν ξέρω… δε μου έλεγε…
-          Τον γνώριζες;
-          Είμαι… άστο καλύτερα.
-          Το αφήνω.
-          Το όνομά σου; Με ρώτησε.
-          Θεόδωρος της είπα με μία σιγουριά. Για ποιο λόγο τον φάγανε;
-          Είχε μπλέξει… ήταν μέλος… μήπως είσαι κι εσύ;
-          Της ΕΣΗΕΑΣ;
-          Ποιας; Όχι, της στοάς!
-          Ποια στοά;
-          Της Μεγάλης, στα Εξάρχεια.
-          Δεν καταλαβαίνω…
-          Τον πιέζανε να μη μιλήσει… και αυτός πήγε στους μπάτσους.
-          Ποιοι τον πιέζανε;
-          Της στοάς….
-          Και τι ήθελε να πει;
-          Για τη μουσική! Το έγραψε στο σημείωμα! Μήπως είσαι απ’ τους άλλους;
-          Όχι είπαμε… ποια μουσική;
-          Άσε δεν θα καταλάβεις… είναι για μυημένους μόνο. Γεια!
-          Περίμενε! Πώς σε λένε;
-          Δε με λένε!
-          Στάσου… Περίμενε! Μπήκε στην διπλανή πολυκατοικία και την έχασα από τα μάτια μου.
Τρελή; Ή όντως τον ήξερε; Έχουν δει πολλά τα μάτια μου τα τελευταία δέκα χρόνια που κάνω ρεπορτάζ. Καμιά φορά έχει και τα περίεργά της αυτή η δουλειά. Κοίταξα το ρολόι μου και η ώρα ήταν 7 και πήρε να βραδιάσει. Ώρα να πάω στο σπίτι. Με περιμένει δουλειά, έχω  να στείλω το ρεπορτάζ μου μέχρι τις δύο το βράδυ και έχω να κάνω μπάνιο και να μαγειρέψω! Κοτόπουλο με δεντρολίβανο και… Μουσική; Στοά; Ήμουν απόλυτα σίγουρος ότι η νεαρή γυναίκα μου έλεγε ψέματα. Μπα… αυτοκτονία στα σίγουρα μονολόγησα.
Ευτυχώς η πρωινή καταιγίδα είχε γίνει ένα μικρό αεράκι που δρόσιζε το σούρουπο. Γύρισα στο σπίτι και πήρα να ανεβαίνω τις σκάλες. Έβαλα το κλειδί στο χέρι μου, πάτησα το κουδούνι και ξεκλείδωσα την πόρτα. Πάντα χτυπούσα το κουδούνι πριν μπω στο διαμέρισμά μου. Εάν είναι κανείς μέσα τουλάχιστον να μη ξαφνιαστούμε. Εμμονή; Προχώρησα μερικά βήματα και μου μύρισε λιβάνι… περίεργο, παραπάτησα και έκατσα στην πολυθρόνα. Έβγαλα το πακέτο με τον καπνό. Πήρα τα χαρτάκια ρίζλα και έβγαλα ένα. Έβαλα στη μία άκρη το καπνό και στην άλλη το φιλτράκι. Να εξέχουν και τα δύο. Με το δεξιό αντίχειρα και το δείχτη κρατούσα σταθερά το φιλτράκι. Με το άλλο χέρι έστριβα το χαρτί και πίεζα ώστε να στρώσει ο καπνός. Με μία ρυθμική κίνηση εξασκημένη για πάνω από εικοσιπέντε χρόνια ετοίμασα το βραδινό τσιγάρο. Ρουφηξιά και κυκλάκι. Άνοιξα την τηλεόραση να χαζέψω. Το τηλέφωνο άρχισε να χτυπάει. Γαμώ τα τηλέφωνα ξεφώνησα! Ποιος να είναι στις 8.00; δεν ξέρουν ότι βλέπω ειδήσεις; Σιωπή… Στο καπάκι χτυπά το κινητό μου. Το σηκώνω:
-          Παρακαλώ!
-          Τι παρακαλάς ρε μαλάκα; Τρέξε στον Κολωνό έχουμε αυτοκτονία.
-          Εκεί ήμουν! Τίποτα νεότερο; Πότε πληρωνόμαστε;
-          Θες και να πληρωθείς! Τρέξε στον Κολωνό στην οδό Ευκλείδου 22.
-          18! Εκεί ήμουν πριν μια ώρα!
-          Ναι, στο νούμερο 18… τώρα σου λέω για το νούμερο 22! Έχουμε και δεύτερη αυτοκτονία.
-          Κι άλλη; Γαμώ τα ξυραφάκια μου! Έφυγα!        
2
Ο Θ. τριγύριζε στο δωμάτιο, ξυπόλητος μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι. Ο Ανέστης ο ‘Λιβανέζος’ ήταν υπεύθυνος απ’ εδώ και πέρα φύλακας τιμωρός για την ζωή του. Η εντολή είχε δοθεί από τον Μεγάλο. ‘Όποιος μπει ανάμεσα ξεπάστρεψέ τον’. Δεν ήταν να παίζεις μαζί του. Είχε τους πάντες του χεριού του από πολιτικούς μέχρι δικαστές και αφεντάδες κάθε λογής. Ο Ανέστης κάποτε υπηρετούσε το κράτος αλλά τώρα είχε βγει στη σύνταξη και λόγω κάποιων οφειλών αναλάμβανε να βγάλει από τη μέση όποιον έμπαινε στο δρόμο του Μεγάλου. Δεν είχε δει ποτέ του το πρόσωπό του και ούτε ξεστόμισε ποτέ  το πραγματικό του όνομα. Το μόνο που κυκλοφορούσε στην πιάτσα ήταν ότι κάποιος μεγαλοεργολάβος με πολλές πολιτικές διασυνδέσεις έχοντας ανέβει στον 32ο βαθμό της Μασονίας πλήρωνε αρκετά καλά για να ξεπαστρέψει οποιονδήποτε έμπαινε εμπόδιο στα επιχειρηματικά του σχέδια. Ο Ανέστης δεν ήθελε να σκαλίσει περισσότερα και κρατούσε πάντα το στόμα του κλειστό. Του έφτανε τα 30,000 ευρώ που έπαιρνε για κάθε στόχο. Τα νέα στοιχεία με μία φωτογραφία είχαν έρθει στο blackberry του: 42, δημοσιογράφος, Ριζάρη 23, 2ος όροφος, άγαμος. Κάθε στόχος ήθελε τη δική του προσεχτική μελέτη. Ο Ανέστης μάθαινε τα πάντα. Από τι καφέ πίνει μέχρι πόσες φορές πηδάει τη βδομάδα, το μήνα ή τη μέρα… Αυτή τη φορά φαινόταν ότι ήταν θέμα μερικών ημερών, το πολύ εβδομάδων μέχρι ο Θ. να φτάσει σε μια κάποια άκρη και να ακριβώς εκείνη τη στιγμή που θα αρχίσουν όλα να ξεδιαλύνουν στο μυαλό του θα πάει μια και καλή να συναντήσει τον Α. και την Α. ‘ Ένα μεναζ α τρουα στον άλλο κόσμο…’ μουρμούριζε και ρούφαγε με δύναμη το τσιγάρο του. Κατέγραψε τον αριθμό της μηχανής του, έριξε μια καλή ματιά στην είσοδο της πολυκατοικίας και κάθισε αναπαυτικά στο πίσω μέρος του βαν του που είχε όλα τα σύνεργα της παρακολούθησης. Το κινητό του Θ.  χτύπησε, άνοιξε βιαστικά το βαλιτσάκι και έστησε αυτί: 
-          Εκεί ήμουν! Τίποτα νεότερο; Πότε πληρωνόμαστε;
-          Θες και να πληρωθείς! Τρέξε στον Κολωνό στην οδό Ευκλείδου 22.
-          18! Εκεί ήμουν πριν μια ώρα!
-          Ναι, στο νούμερο 18… τώρα σου λέω για το νούμερο 22! Έχουμε και δεύτερη αυτοκτονία.
-          Κι άλλη; Γαμώ τα ξυραφάκια μου! Έφυγα!        
Σημείωσε την ώρα 8.10 και κάθισε βιαστικά στη θέση του οδηγού. Είδε τον Θ. να βγαίνει φουριόζος να καβαλάει τη μηχανή του με κατεύθυνση εκεί που βρισκόταν ο Ανέστης πριν καμιά ώρα στην οδό Ευκλείδου 22.
-          Εάν δεν είχε μιλήσει με την Α. ίσως και να ζούσε ακόμα η μαλακισμένη. Αυτή η ομιλία της και η προθυμία του να την ακούσει σφράγισε τη μοίρα τους που θα είναι κοινή πολύ σύντομα. 
Συλλογίστηκε και έβαλε το χέρι του στο λεβιέ των ταχυτήτων, γύρισε το κλειδί και ξεκίνησε. Επέστρεψε σπίτι του, άνοιξε μία κονσέρβα και τάισε την γάτα του. Αγαπούσε πολύ τις γάτες και ιδίως τις κεραμιδόγατες. Ήταν άνθρωπος της πίστης και της τάξης, με ρούχα πάντα σιδερωμένα και ένα κρυστάλλινο βλέμμα λες και δεν είχε κανένα συναίσθημα. Εκπαιδευμένος να κρύβει κάθε συναίσθημα που θα πρόδιδε τη διάθεσή του, καλογυμνασμένος,  με πολλές επιτυχίες στο ενεργητικό του κατά τη διάρκεια της θητείας του στην Κ.Υ.Π. Στην τελευταία του αποστολή όμως έφαγε μία σφαίρα στο δεξί μηρό και από τότε δυσκολευόταν να περπατήσει τόσο γρήγορα όσο πρώτα. Αποστρατεύτηκε τέσσερα χρόνια μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Τελευταία του αποστολή ήταν στη Βουλγαρία για την εγκαθίδρυση φιλοδυτικής κυβέρνησης. Δεν κατάφερε να παντρευτεί και έφαγε μία περιουσία με μία Βουλγάρα στη Σόφια. Απένταρος και μόνος γύρισε στην Αθήνα και κατέληξε να πίνει και να πίνει ατελείωτες ρετσίνες σε κακόφημα στέκια στα Πατήσια και τον Κολωνό μέχρι που τον περιμάζεψε ένας δικός του. Την πρώτη του δουλειά την ανέλαβε το Μάιο του 1997. Η υπόθεση ήταν εύκολη. Μία παρακολούθηση για περίπου τρεις βδομάδες και μία παράδοση όπλων. Πήρε τα πρώτα του χρήματα, 300.000 δραχμές τότε, και τα ξόδεψε μέσα σε μία νύχτα σε στριπτιτζάδικο στην Συγγρού παρέα με μία Ρωσίδα. Είχε προτίμηση στις γυναίκες του πρώην ανατολικού μπλοκ παρόλο που μια ζωή πολεμούσε τον κομμουνισμό και την αθεΐα. ‘Στον έρωτα δεν χωράνε ιδεολογίες’ συνήθιζε να λέει και μισάνοιγε το στόμα του προσπαθώντας να γελάσει μα στο τέλος πάντα έβηχε. Η φωνή του ήταν βαριά και κοφτή. Τόνιζε το σίγμα προδίδοντας την κρητική καταγωγή του.   
3
Έφτασα στην πολυκατοικία που μόλις καμιά ώρα πριν είχα αφήσει. Ο ίδιος κόσμος. Αυτή τη φορά υπήρχε και ένας παπάς.
-          Να κάνει ευχέλαιο για να φύγει το κακό από τη γειτονιά. Δεύτερος θάνατος μέσα στην ίδια μέρα! Τι άλλο μας περιμένει;
-          Τον γνωρίζατε τον αυτόχειρα; Ρώτησα μία γυναίκα γύρω στα εξήντα μ’ ένα καμένο ξανθό μαλλί και ένα πρόσωπο ζαρωμένο από τα χρόνια και τις στερήσεις.
-          Τι να σου πω… Την είχα δει καμιά δυο φορές να κάνει παρέα και με τον άλλο στο 18. Γνωριζόντουσαν αλλά δεν νομίζω να ήτανε ζευγάρι…
-          Α, ώστε αυτή τη φορά έχουμε γυναίκα. Το όνομα της;
-          Αγγελική.
-          Μάλιστα… ευχαριστώ. Πήρα να κατεβαίνω τα σκαλιά της πολυκατοικίας. Αυτή τη φορά το διαμέρισμα ήταν στο υπόγειο. Στην είσοδο στεκόντουσαν δυο τύποι και μιλούσαν πάλι για τζατζίκι.
-          ‘Και σου είπα ρε μαλάκα χωρίς τζατζίκι…’ Αυτή τη φορά τους αναγνώρισα ήταν ο Νίκος και ο Βαγγέλης του τμήματος ανθρωποκτονιών. Είχαμε ξανασυναντηθεί σε άλλη υπόθεση κάποιο μήνα του καλοκαιριού.  
-          Έχουμε πόρισμα Νίκο;
-          Τι πόρισμα ρε φίλε; Δε βλέπεις; Εδώ έχουμε καραμπινάτη αυτοκτονία! Μπες και θα δεις…
Άνοιξα την πόρτα του διαμερίσματος και προχώρησα στο εσωτερικό του. Οι τοίχοι του σπιτιού ήταν λευκοί χωρίς κανένα κάδρο κρεμασμένο. Το φως τρεμόπαιζε στις λάμπες. Υπήρχε μυρωδιά από μπαρούτι και λιβάνι. Παραπάτησα και πρόσεξα στο παράθυρο της πόρτας του μπάνιου να υπάρχει αίμα. Άνοιξα την πόρτα και βρήκα την Αγγελική μέσα στη μπανιέρα. Το πρόσωπο της είχε μία τεράστια τρύπα και τα μυαλά της κολυμπούσαν στην μπανιέρα. Η καραμπίνα ήταν στραμμένη στο πρόσωπο της και πεσμένη πάνω στο σώμα της. Ήταν γυμνή. Έβγαλα τη φωτογραφική μου μηχανή και τράβηξα εφτά φωτογραφίες. Ένιωσα ένα ρίγος να διατρέχει τη σπονδυλική μου στήλη.
-          Βρήκαμε κι εδώ σημείωμα. Άκου! Μου είπε ο Βαγγέλης παίρνοντας μια βαθειά ανάσα:
‘Αγάπη, δεν αντέχω τη μοναξιά που μου έβαλες να φορέσω. Με πνίγει. Θα σε ακολουθήσω. Συγχώρεσε με. Άλφα.’
 Έχουμε μαρτυρία ότι την είδαν να μιλά σε έναν φωτογράφο πριν καμιά ώρα και να του λέει ότι δεν άντεχε άλλο και τέτοια. Η καραμπίνα φαίνεται κυνηγητική και ανήκει στον αυτόχειρα της διπλανής πολυκατοικίας. Δεν ξέρουμε πως κατάφερε να την πάρει αλλά φαντάζομαι ότι γνωρίζονταν. Το μόνο περίεργο είναι ότι βρήκαμε μία απόδειξη ζαχαροπλαστείου και ένα δεύτερο σημείωμα που δείχνει ότι μάλλον κάτι σχεδίαζε από μέρες πριν.  
‘6-3-10,
Δεν έχω άλλα cd ν’ ακούσω. Σου τα έχω δώσει όλα. Πριν φύγουμε θέλω να χορέψουμε για μία τελευταία φορά μαζί. Θα σου κρατώ το χέρι κι εσύ θα χαϊδεύεις τους ώμους μου. Θύμησέ μου να δυναμώσουμε την ένταση της μουσικής τόσο ώστε να κρύψουμε το φόβο μας στις νότες. Εάν δεν χορέψουμε μαζί να ξέρεις ότι σ’ αγαπώ και μη με ψάξεις.
Α.’
Κόλλημα με τη μουσική! Έψαξα για cd και δεν βρήκα τίποτα παρά μονάχα αυτό εδώ. Δεν είναι μουσικής. Έχει ένα μόνο αρχείο με τίτλο: "Βλέπε, Άκου, Σιώπα". Το περιεχόμενο είναι άδειο…

No comments:

Post a Comment

Use a nickname for your comments.