Sunday, November 15, 2009

Αναμοχλευση.

Σηκώνομαι απο την καρέκλα, περπατώ αργα και σταθερα προς το γραφειο. Καθομαι. Ακουμπαω τα χέρια μου και επεξεργαζομαι με τα δαχτυλα μου το πομολο του συρταριου. Σκεφτομαι να το ανοιξω. Το ανοιγω. Τραβαω το περιστροφο. Το κοιτω. Φερνω την εικονα στο μυαλο μου. Με βλεπω να τραβω την σκανδαλη και το κεφαλι μου να πεταγεται αποτομα προς τα πισω. Ανθρωποι πολλοι μεσα στο δωματιο κοιτουν το αψυχο σωμα μου.
Στρεφω το περιστροφο μπρος στο προσωπό μου. Κλεινω τα ματια μου.
Σκεφτομαι οτι φοβαμαι να τραβηξω τη σκανδαλη. Βαζω την κανη στον κρόταφό μου και πατάω αποφασιστικα.

Τα αυτια μου βουίζουν. Πανε να σπασουν. Νιώθω ένα καψιμο στο δέρμα του χεριού και του προσώπου μου. Πέφτω στο πλάι του γραφείου.

Φεύγω από δίπλα μου και νιώθω τη μεγάλη απόσταση να μικραίνει όλο να μικραίνει και στο τέλος να μηδενίζεται. Αυτή η φυγή μου γεννά το συναίσθημα του ολέθρου. Και αυτος ο όλεθρός μου δημιουργεί ρίγη συγκίνησης και δάκρυα υπερβατικότητας. Ναι, κατάφερα να φύγω! Ελευθερώθηκα από τα δεσμά μου!

Σαν σκιά περπατώ στους δρόμους τη πόλης. Διψώ. Το στόμα μου έχει στεγνώσει. Η ανάσα μου γδέρνει το λαιμό και βγαίνει βαριά και καυτή. Διψώ! Τα χείλη μου έχουν εχουν ξεραθεί. Νιώθω το βαδισμά μου βαρύ. Η γλώσσα μου ψάχνει καποιες σταγόνες σάλιου. Μάταια. Νιώθω καούρα και εξάντληση. Θέλω νερό. Νερό! Αχ, διψάω. Δεν μπορω άλλο. Κάθομαι. Μου έρχεται να κλάψω. Σηκώνομαι και τρέχω. Τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Τα ποδια μου εχουν αρχίσει να καίνε. Νιώθω τσιμπιές στις πατούσες. Ο αέρας πέφτει καυτός πανω στο πρόσωπό μου. Όλα ειναι πυρωμένα γύρω μου. Πού βρίσκομαι; Πού τρέχω; Διψάω!
Ξαφνικά βλέπω νερό, νερό! Πέφτω μέσα και αρχίζω να λούζομαι με αυτό. Επιτέλους! Δακρύζω. Αρχίζω να γεμίζω τις χούφτες μου με νερο και βρέχω το πρόσωπό μου. Ξεδιψώ!

Την περίοδο της μεγάλης ξηρασίας διαβάζω μετα μανίας και πετάω μέσα μου το ένα βιβλίο μετά το άλλο. Ξεφυλλίζω και διαβάζω σελίδα-σελίδα, βιβλίο-βιβλίο, ρουφάω ολες τις λέξεις μα ακόμα συνεχίζω να βρίσκομαι στο σκοτάδι. Η λάμπα που κρατώ δε με φωτίζει όσες φορές και αν την έχω ανάψει. Φαίνεται να στρέφει το φως μόνο προς τον δημιουργό της. Εγώ συνεχίζω να παραμένω στο έρεβος. Τότε παίρνω την απόφαση να σκεφτώ και να γράψω μπας και φωτιστώ κι εγώ και βγω από τη σκιά μου.
Κρατώ με δύναμη το στιλό. Κουνώ το κεφάλι μου. Αλλάζω θέση. Πίνω νερό. Τίποτα. Ούτε μία λέξη. Ούτε μία! Σκίζω και πετώ στο καλάθι της ανάμνησης μου αυτην μου τη απόπειρα. Σηκώνομαι. Αποφασίζω να βγω. Τρέχω στις σκάλες. Κατεβαίνω γρήγορα. Φτάνω στο ισόγειο. Πίανω το χερούλι της εξώπορτας ανοίγω και μπαίνω στη ζωή μου.

No comments:

Post a Comment

Use a nickname for your comments.